- καταδακτυλικός
- καταδακτυλικός, -ή, -όν (Α)αυτός που έχει συνήθεια να «καταδακτυλίζει».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δακτυλικός (< δάκτυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδακτυλικός — inclined thereto masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)